- λόφιρα
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια οχνίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οχνίδες — (Ochnaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των παριετωδών, που αριθμεί θάμνους και δέντρα, με φύλλα επαλλάσσοντα, δερματώδη. Τα άνθη του είναι αρρενοθήλεα, με 4 5 σέπαλα κα σπάνια 10 και έχει 5 πέταλα, σπάνια 3 ή 4, και ακόμα… … Dictionary of Greek